κυρτοτης

κυρτοτης
    κυρτότης
    -ητος ἥ
    1) кривизна (sc. τῆς σελήνης Plut.)
    2) выпуклость
    

(κύκλου Arst.)

    3) согнутость, сутулость
    

(Πλάτωνος Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "κυρτοτης" в других словарях:

  • κυρτότης — humped shoulders fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτοτήτων — κυρτότης humped shoulders fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότησι — κυρτότης humped shoulders fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότησιν — κυρτότης humped shoulders fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότητα — κυρτότης humped shoulders fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότητας — κυρτότης humped shoulders fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότητες — κυρτότης humped shoulders fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότητι — κυρτότης humped shoulders fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότητος — κυρτότης humped shoulders fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότητ' — κυρτότητα , κυρτότης humped shoulders fem acc sg κυρτότητι , κυρτότης humped shoulders fem dat sg κυρτότητε , κυρτότης humped shoulders fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρτότητα — η (Α κυρτότης, ητος) [κυρτός] 1. η ιδιότητα τού κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.) 2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»